Ένα πολύ ωραίο τραγούδακι από τον David Bowie.
The Rise and Fall of Ziggy Stardust and the Spiders from Mars.
Ένα πολύ ωραίο τραγούδακι από τον David Bowie.
Μερικές φορές μου έρχεται στο μυαλό ότι τη στιγμή τούτη εδώ που στην Ελλάδα υπάρχει μία σχετική ηρεμία, σε άλλες κοινωνίες τα βιώματα πλήθους ανθρώπων είναι θλιβερά. Δυστυχώς, ο πόλεμος και η βία δε λείπουν από τον πλανήτη. Βέβαια, όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί παλεύουν με βίαια μέσα για να αποκτήσουν τα απαραίτητα, ο εγωισμός δε λείπει. Οι άνθρωποι πιθανότατα κοιτάνε κατάματα τη φύση και της λένε «κι εμείς, όπως κι όλοι, μα εμείς καλύτερα, περισσότερο».
Αίματα στο Ιράκ, αίματα στη Μέση Ανατολή, αίματα στην Αφρική. Αγριεμένα μάτια στην Τουρκία, πολεμική καθημερινότητα στη Βόρεια Κορέα και το Ιράν. Να μην πω για Βόρεια Αμερική μεριά… Και στη Νότια, υπάρχει πρόβλημα, όπως πάντα σε εκείνη την πανέμορφη γη. Δικτάτορες από δω, θρησκοληψία από κει, πλεονεξία πιο πέρα. Παντού πιστεύω ότι η μεγάλη ευθύνη είναι των πρώτων, των αρχηγών, των δυνατών. Και γούστο τους και μαγκιά τους, αλλά δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εγωκεντρισμό τους, τη ματαιοδοξία, την αναισθησία.
Έτσι, ο δικός μου δικτατορίσκος μέσα μου τα έχει βρει λίγο σκούρα, αν και επιβιώνει. Ξέρουν αυτοί πώς. Η μάχη όμως μου μαθαίνει. Ότι ο καθένας μας μπορεί, με το απλούστερο βήμα: να σεβόμαστε και να ενδιαφερόμαστε για τους άλλους.
Με όλες αυτές τις σκέψεις θυμήθηκα τον «Πιανίστα».
Πρόκειται για μία καταπληκτική ταινία που βρήκα τυχαία από τελειωμένη εφημερίδα και την παρακολούθησα χωρίς καθόλου να ξέρω τι πρόκειται να δω. Η αφήγηση ξεκινάει ακολουθώντας τη νεκρική πομπή προς τιμήν του μεγάλου αρχηγού μίας φυλής Ινδιάνων της Αμερικής. Οι φάτσες των ηθοποιών και οι ερμηνείες τους είναι πειστικές, ενώ τα αυθεντικά, φυσικά τοπία προκαλούν μία αρχική έκπληξη.
Μετά τις πρώτες σκηνές, περίμενα ότι η ταινία θα συνεχίσει σαν κλασικό αμερικάνικο γουέστερν, αλλά ευτυχώς όχι. Η πλοκή ξεκινάει ουσιαστικά όταν ο αρχηγός που τάφηκε σηκώνεται, αφού δεν είχε στην πραγματικότητα πεθάνει! Δεν εξηγείται, βέβαια, πώς ακριβώς έγινε αυτό, αφήνοντας μεταφυσικές προεκτάσεις ότι κάποιος τον έφερε πίσω για να σώσει την οικογένειά του, η οποία ταυτόχρονα κινδυνεύει.
Στη διάρκεια της ταινίας, η ιστορία της ζωής του αρχηγού εξιστορείται πολύ όμορφα και στο τέλος όλα βρίσκουν το δρόμο τους. Αλλά δεν είναι εκεί το ωραίο φυσικά. Το φοβερό είναι το ταξίδι μέχρι το τέλος της ταινίας, που είναι υπέροχο, φρεσκάρει και αναζωογονεί το νου και την ψυχή. Πιστεύω πρέπει οπωσδήποτε να τη δει κανείς, προτιμότερα έπειτα από μία δύσκολη μέρα , το βράδυ πριν κοιμηθεί, με τα φώτα κλειστά και απόλυτη ησυχία. Ο αυθεντικός τίτλος είναι “Windwalker” και μερικές πληροφορίες είναι διαθέσιμες στη σελίδα http://www.imdb.com/title/tt0081760/.
Το περασμένο Σάββατο, 12 Μαΐου, συμπληρώθηκαν 15 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Γκάτσου. Οι ειδήμονες έχουν πει ότι μπορεί να έγραψε «μόνο» μία ποιητική συλλογή, την «Αμοργό», αλλά αυτή και μόνο φτάνει για να χαρακτηριστεί κομβική φιγούρα στη νεοελληνική ποίηση. Έχοντας ο ίδιος κάνει την επιλογή να γράφει ποιήματα που γίνονταν τραγούδια –κυρίως σε συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι- και να κάνει μεταφράσεις σπουδαίων έργων, έθεσε ίσως εαυτόν εκτός της καθαρής, απόμακρης για τους πολλούς κάστας των ποιητών. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο σπουδαιότερος λόγος για να τον ευχαριστήσουμε. Δεν ξέρω αν το έκανε για να γίνει πιο αναγνωρίσιμος ή πιο λαϊκός, αν το έκανε με ματαιοδοξία ή με πίστη, αλλά το σίγουρο είναι ότι έβαλε στα τραγούδια μεγάλης μερίδας του κόσμου ωραία λόγια.
Μαζί με τον Χατζιδάκι, ήταν το σπουδαιότερο καλλιτεχνικό δίδυμο του 20ου αιώνα για την Ελλάδα. Αυτή φυσικά είναι υποκειμενική άποψη. Στηρίζεται όμως σε επιχειρήματα. Οι δυο τους ήταν πάντα πιστοί στην υψηλή αισθητική και την καλλιτεχνική ποιότητα. Δεν ήταν όμως ούτε ελιτιστές ούτε λαϊκιστές. Έδωσαν πνεύμα και νοοτροπία αυτογνωσίας και αυτοσκόπησης. Οι καρποί της τέχνης τους ωθούν στη λεβεντιά της αυτοαποδοχής που συνδυάζεται με τη γενναιότητα της αυτοαναίρεσης και αυτοβελτίωσης. Βέβαια, έτσι μου φαίνεται εμένα. Πάντως ο Γκάτσος έπαιξε χαρακτηριστικό ρόλο: Σε ένα άρθρο του ο Χατζιδάκις (από τη συλλογή «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι»), αναφέρει: «Ο Γκάτσος επηρέασε εμένα, όχι εγώ τον Γκάτσο. Εγώ ήμουν ο μαθητής… ο Γκάτσος ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος…».
Τελικά, αυτό που θέλω πιο πολύ να πω είναι πως σε μια κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της και θέλει να ζει όμορφα, ο Γκάτσος θα ήταν στα σχολεία, στα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις και στις εφημερίδες, κάθε μέρα, ο κόσμος θα συζητούσε γι’ αυτόν, θα μάθαινε από αυτόν, αυτόν θα τραγουδούσε. Όχι άλλους διάφορους.
Εκάστοτε, ωραία λόγια λένε διάφοροι για το Γκάτσο, δίκαιοι και άδικοι, σε εκδηλώσεις πολιτικο-πολιτιστικές. Με ενοχλεί όμως που τα αφιερώματα έμειναν στο τρίτο πρόγραμμα, 2-4 το μεσημέρι του Σαββάτου και σε 1-2 ίσως στήλες στις εφημερίδες. Βλέπεις, η ατυχία ήταν να πέσει και η Eurovision την ίδια μέρα.
- Δεν θα σε αφήσω να καταστραφείς.
- Δεν μπορείς να με εμποδίσεις.
- Πώς θα σταματήσεις κάποιον που ανακάλυψε την αλήθεια;
- Το σύνολο είναι κακό, όχι μόνο το άτομο. Γι’ αυτό θα παλέψουμε το σύνολο.
- Θα γελοιοποιηθείς.
- Θα κάνω το ψεύτικο σύστημα να νιώθει τόσο γελοίο γιατί παραμορφώνει κι αλλοιώνει τους ανθρώπους, τους αρρωσταίνει.
- Κι εσύ άρρωστος δεν είσαι;
- Άρρωστος. Γιατί να είμαι η εξαίρεση; Πώς να κάνω ειρήνη με έναν κόσμο που με αηδιάζει;