Ίσως η πιο πετυχημένη εμπορικά ταινία της φετινής σεζόν. Το Σάββατο 31 Μαρτίου που την είδα, στον κινηματογράφο Petit Palais, η πληρότητα πρέπει να ήταν παραπάνω από 50%. Ελπίζω να μην ξυπνήσουν μετά από αυτή την επιτυχία τα multiplex και θέλουν να βγάζουν κι αυτά τέτοιες ταινίες. Η λιτή αλλά προσεγμένη αίθουσα ήταν πολύ ταιριαστή με το ύφος της ταινίας και αρκεί. Τα πολλά χρωματάκια, αστεράκια, φωτάκια κι όλα τα –άκια προσωπικά με συγχύζουν πριν μπω σε μία αίθουσα.
Όσο για την ταινία, δε νομίζω ότι έχω διάθεση να βάλω πολλά θαυμαστικά. Συμπαθής βέβαια, αλλά έχω δει και καλύτερες. Φοβάμαι μάλιστα ότι το επόμενο πρωί δε τη σκέφτηκα καθόλου... Είναι κακό αυτό για μένα... Περισσότερο στάθηκα όταν την παρακολούθησα στο κουβάρι που δημιουργήθηκε όταν αυτός ο περίεργα και απότομα μεταστρεφείς καλός άνθρωπος, ο Βίσλερ, αποφάσισε να μπλέξει τα νήματα των ατόμων που μέχρι εκείνη τη στιγμή ξετυλίγονταν παράλληλα και τα έκανε άνω κάτω. Δυστυχώς δεν κατάλαβα πώς άλλαξε από τη μία στιγμή στην άλλη. Τότε μόνο πρόσεξε τις εγωκεντρικές και υπεριδεολογικές* συμπεριφορές των «μεγάλων» μελών του κόμματος; Ή μήπως θα μπορούσε κανείς να πει ότι οι πράξεις του δεν ήταν και τόσο ανιδιοτελείς αλλά προσπαθούσε με πλάγιο τρόπο να θίξει το συνάδελφό του αντισυνταγματάρχη που ανέβαινε στην ιεραρχία, με δικές του ιδέες μερικές φορές, όπως έδειξε η πρώτη σκηνή της ταινίας; Θα μπορούσαν κάλλιστα οι πράξεις του να έχουν οδηγήσει στην καρατόμηση του αντισυνταγματάρχη.
Αυτά στην αρχή. Στο τέλος, αφού έγιναν όλα όσα έγιναν, με μπέρδεψε λιγάκι ο τρόπος με τον οποίο έκλεισε η υπόθεση. Μετά την αυτοκτονία, ο Ντράιμαν θεωρήθηκε εντελώς υπεράνω υποψίας; Δεν συνεχίστηκε η έρευνα για το ποιος έγραψε το άρθρο; Δε μπήκε άλλος στη θέση του Βίσλερ στην παρακολούθηση; Δεν ειπώθηκαν άλλα ενοχοποιητικά στο θεωρούμενο ως «καθαρό» σπίτι του συγγραφέα; Επίσης, τελικά γιατί υποβιβάστηκε ο Βίσλερ; Ο αντισυνταγματάρχης (προσπαθώ τόση ώρα να θυμηθώ το όνομά του αλλά φευ...) του δηλώνει κατάμουτρα ότι τον τσακώσανε παρότι έκρυβε καλά τα ίχνη του. Ανακαλύψανε δηλαδή ότι έκρυβε στοιχεία από τις παρακολουθήσεις ή ότι αυτός πήρε τη γραφομηχανή; Και γιατί δεν πιάσανε μετά τον Ντράιμαν;
Πολλά ερωτήματα και ίσως τελικά δεν έχουν νόημα. Εξηγώ όμως με αυτά γιατί η ταινία με άφησε λιγάκι, κάπως, ανολοκλήρωτο. Τελικά όμως αξίζει σίγουρα να τη δει κανείς, μόνο και μόνο αν σκεφτεί τη φοβερή ατμόσφαιρα, την πολή καλή σκηνοθεσία και, για μένα παίζει ρόλο, τη γλώσσα.
* Χρησιμοποιώ τον ίσως αδόκιμο όρο «υπεριδεολογία» όχι γιατί αναφέρομαι σε υψηλή συγκέντρωση ιδεολογίας, αλλά γιατί, στην περίπτωση που περιγράφω, οι υπεριδεαλιστές κύριοι της ταινίας είναι πάνω από την ιδεολογία, πέρα από τα μέτρα της, την έχουν ξεπεράσει και δρουν με βάση αυτή μόνο όταν ανοιγοκλείνουν το στόμα τους για να πουν αυτά που έκαναν, θα κάνουν ή πρέπει να κάνουν. Νομίζω άλλωστε ότι αυτή η πολιτική πρακτική είναι πασίγνωστη και μπορούμε να τη βρούμε παντού στις μέρες μας. Ζούμε στην εποχή της υπεριδεολογίας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου